Η ευκαιρία για την νέα ζωή



« Παγιδευμένος στο όνειρο μου και σε έναν απαίσιο κόσμο. Θα έρθει όμως η μέρα που θα καταρρεύσουν όλα και η ευκαιρία για την νέα ζωή θα φτάσει.»



Νεαρός έχοντας αποχωριστεί την οικογένεια του περιφέρεται μόνος και αβοήθητος στο δάσος. Καθώς περιφέρεται βρίσκει στο έδαφος κάτι που του τραβάει την προσοχή. Παρατηρεί έναν ασημένιο σταυρό ο οποίος έλαμψε ελαφρά κάτω από της σελήνης το φώς. Κοιτάζει επίμονα τον σταυρό και αφαιρείται ώσπου συνέβη το μοιραίο. Ένας καταδρομέας εχθρικής φυλής τον αιχμαλωτίζει και ύστερα τον παραδίδει στον ηγέτη της φυλής.


« Ποιο είναι το όνομα σου μικρέ;» ρωτάει ο ηγέτης.

« Αίσωπος» απαντάει ο μικρός.


Ο μικρός δεν είχε τίποτα να χάσει. Ο ηγέτης τον κράτησε για να προσφέρει υπηρεσίες. Από εκείνη την μέρα ξεκίνησε το μαρτύριο του.


Χωρίς να έχει κανέναν στον κόσμο το μόνο που έκανε ήταν να είναι ο σκλάβος του ηγέτη. Κουράστηκε πολύ γρήγορα καθώς ήταν μικρό παιδί και δεν είχε δυνάμεις και αντοχές. Ο ανελέητος ηγέτης δεν συγχωρεί εύκολα την αυθάδειά. Όταν ο μικρός αίσωπος δεν υπάκουσε την εντολή τιμωρήθηκε με πέντε χαρακιές στην πλάτη. Ο μικρός έχει θέληση και δεν αφήνει να τελειώσει εκεί η ιστορία. Ο ηγέτης τον βάζει να κοιμηθεί έξω απ'το σπίτι του για επιπλέον τιμωρία. Καθώς ξαπλώνει στο έδαφος για να ηρεμήσει μετά την επώδυνη εμπειρία του βγάζει τον σταυρό του και καθώς τον κοιτάζει αφαιρείτε στην απεικόνιση του εσταυρωμένου Χριστού που ήταν σχεδιασμένος στον σταυρό.



Ήταν μικρός και δεν γνώριζε για τον χριστιανισμό και απορούσε για το ποιος ήταν ο άντρας σχεδιασμένος στον Σταυρό. Μία μικρή λάμψη τυφλώνει για λίγο τον μικρό αίσωπο και ένας σκλάβος λίγα χρόνια μεγαλύτερος του εμφανίζεται ξαφνικά και κάθεται μαζί του.


« Γνωρίζεις ποίος είναι αυτός ο άντρας;» ρωτάει ο αίσωπος.


« Ο Χριστός είναι! Πριν πολύ καιρό είχε σταυρωθεί και ύστερα αναστήθηκε. Πίστευε σε αυτόν και δεν θα είσαι ποτέ μόνος σου!» απαντάει ο σκλάβος.


Αφού ο σκλάβος του εξήγησε μερικά επιπλέον πράγματα για τον χριστιανισμό ο μικρός αίσωπος έδειχνε έκπληκτος και είπε πως θα πιστεύει και αυτός στον Θεό. Αφού τελείωσαν την κουβέντα τους ο σκλάβος έφυγε και ο αίσωπος σφίγγει τον σταυρό και κοιτάζει την σελήνη που έλαμπε.


« Δεν ξέρω αν μπορείς να με ακούσεις, αλλά πιστεύω σε εσένα! Βοήθησε με!» λέει ο μικρός αίσωπος και κλείνει τα μάτια του και προσπαθεί να κοιμηθεί.



Μέρες αργότερα ένα βράδυ που βρίσκει λίγη ηρεμία ο μικρός αίσωπος και κοιμάται ήσυχος για πρώτη φορά βλέπει ένα όνειρο όπου άλλαξε τα πάντα. Βλέπει ένα μέρος όπου είχε χάσει και ήταν το μόνο που ήθελε. Μια πόλη με πέτρινα σπίτια, ένα ήρεμο μέρος όπου δεν υπήρχε πόλεμος και πολλά πρόσωπα που ήθελε να ξαναδεί. Στο βάθος δύο άνθρωποι ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους. Οι δύο άνθρωποι που του ήταν ότι πιο σημαντικό είχε. Ο πατέρας και η μητέρα του.



Ξημέρωσε και σηκώνεται ο μικρός αίσωπος με την ελπίδα πως θα ανακτήσει ολα όσα έχασε. Ένα πράγμα ήθελε μόνο, να επιστρέψει στο παρελθόν του. Πέρναγαν τα χρόνια και ο Αισώπος μεγάλωνε όλο και περισσότερο αλλά η επιθυμία του δεν έσβηνε ποτέ. Συνέχιζε την ζωή του με ένα όνειρο. Πίστευε στον Θεό και νόμιζε πως μια πέρα θα του δώσει αυτό που επιθυμεί. Ωστόσο συνέχιζε την ακριβώς ίδια ζωή. Να είναι ο σκλάβος του ηγέτη. Το χωριό εξελίχθηκε σε πόλη και έπειτα σε βασίλειο και ο ηγέτης σε βασιλιά.



Δουλειά και μόνο δουλειά για τον βασιλιά του ο αίσωπος, κούραση, πόνος και τιμωρία. Κάθε φορά που ο αίσωπος δεν υπάκουε ο βασιλιάς αυτοπροσώπως του εμφάνιζε νέες χαρακιές στο σώμα του. Ο αίσωπος βρισκόταν συχνά σοριασμένος και εξαντλημένος και ο βασιλιάς τον μαστίγωνε ώστε να συνεχίσει να δουλεύει. Τα είχε σιχαθεί όλα αυτά ο αίσωπος και φαινόταν στο βλέμμα του. Ο βασιλιάς συνεχώς έριχνε ένα θρυλικό και πολλών ετών ξίφος στο έδαφος και απαιτούσε από τον αίσωπο να το σηκώσει και να το χρησιμοποιήσει αλλά αυτός δεν μπορούσε να το χειριστεί σωστά. Με τον καιρό όποτε έβρισκε ελεύθερο χρόνο πήγαινε με στρατιώτες για εξάσκηση. Έμαθε να χειρίζεται το ξίφος και ανέπτυξε ικανότητες μάχης, αλλά δεν είχε δώσει αληθινή μάχη, ο θάνατος τον φόβιζε.



Έφτασε η ώρα όπου ο Θεός θα άλλαζε και πάλι την ζωή του Αισώπου. Ένα βράδυ είδε ένα όραμα όπου του έδειχνε το μέλλον. Είδε να καταρρέουν τα πάντα και ένα βασίλειο να φλέγεται. Να ξεσπάει μια τρομερή μάχη και πολλοί να πεθαίνουν. Σε όλο αυτόν τον όλεθρο υπάρχει μια πύλη όπου δύο φωτεινοί άνθρωποι του απλώνουν τα χέρια. Ο Αισώπος αιματοββαμένος κάθεται στο έδαφος με πτώματα να τον περιτριγυρίζουν και αυτός να κοιτάζει τους φωτισμένους ανθρώπους καθώς όλα φλεγονται δίπλα του. Τους πλησιάζει και βλέπει τα πρόσωπα των γονιών του.



Ξυπνάει σοκαρισμένος και ένιωσε πως αυτό που είδε δεν ήταν απλό όνειρο αλλά όραμα. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε την προφητεία του. Ανέφερε πως αυτή η στιγμή θα έρθει, πως όλα θα καταρρεύσουν και άνθρωποι θα πεθάνουν. Πίστευε πως αυτοί οι δύο άνθρωποι που είδε ήταν οι γονείς του και πως ήθελαν να τον πάρουν πίσω στο παρελθόν που επιθυμεί. Πέρασαν μερικά ακόμα χρονιά και μεγάλωσε περισσότερο ο αίσωπος και όλα παρέμεναν ακόμα ίδια στην ζωή του. Ξεκίνησε να πηγαίνει συχνά σε μάχες και λεηλασίες, ωστόσο έμενε πάντα πίσω. Στην μέση της τελευταίας του λεηλασίας βλέπει κάτι που του τραβάει την προσοχή.



Βλέπει από μακριά δύο κομμένα κεφάλια καρφωμένα σε δόρατα. Τα πλησιάζει και αναγνωρίζει τα πρόσωπα. Οι δύο άνθρωποι που ήθελε να ξανά δει ήταν ακριβώς μπροστά του με κομμένα τα κεφάλια τους. Η οργή τον κατέλαβε και ένας στρατιώτης προσπάθησε να τον αιχμαλωτίσει και πάλι αλλά ο αισωπος βρήκε την δύναμη και τον έσφαξε και ξέφυγε. Ύστερα την μάχη νιώθει απελπισμένος ξέροντας πως πλέον δεν μπορεί να ανακτήσει τίποτα. Το όνειρο που είχε δει μικρός αποτελούσε πλέον και αυτό παρελθόν. Τότε ξεκίνησε να πιστεύει πως ίσως το όραμα να μην σήμαινε τίποτα. Απογοήτευση και διαλυμένα όνειρα του παρελθόντος. Συνέχιζε την ζωή του και πάλι με τον ίδιο τρόπο αλλά αυτή την φορά με ένα διαλυμένο όνειρο.



Ένιωθε πως είχε χάσει και έπεφτε στα γόνατα όταν η ελπίδες του εξαφανίστηκαν και χαραμισε την ζωή του. Ο τρόμος θα ήταν ο θάνατος του. Ένιωθε πως όλα τον πνίγουν και αυτός ήθελε να αναπνεύσει, να σηκώσει ένα ξίφος και να θανατώσει τους ανθρώπους που τον σκλάβωσαν. Είχε υποστεί πολλά και έκανε υπομονή για πολύ καιρό. Είχε έρθει η ώρα να εκπληρωθεί η προφητεία!



Τελευταίο βράδυ τις σκλαβιάς του και του ονείρου που είχε διαλυθεί! Προσεύχεται στον Θεό, ζητάει την δύναμη για να πετύχει αυτό που επιθυμεί και στο τέλος ζητάει συγχώρεση για τις πράξεις που θα ακολουθήσουν. Ξημερώνει και έρχεται η μέρα τις συντέλειας. Ξαφνικά πλησιάζουν εχθροί στην πόλη και ξεσπάει μια τρομερή και αιματηρή μάχη. Ο αίσωπος πλέον δεν αισθάνεται φόβο ούτε πόνο και τα τελειώνει όλα! Σφάζει όποιον εχθρό βρίσκει μπροστά του, σφάζει όλους τους στρατιώτες που ήταν με το μέρος του βασιλιά. Ελευθερώνει τους σκλάβους και μαζί αποδεκατίζουν το βασίλειο.



Η μάχη έχει φτάσει σχεδόν στο τέλος της και ο αίσωπος δίνει διαταγή σε όλους όσους είναι στο πλευρό του να αποχωρίσουν. Αυτό που είχε οραματιστή έγινε επιτέλους πραγματικότητα. Ολεθρος! Ένα φλεγόμενο βασίλειο, όλα έχουν καταρρεύσει, πτώματα όπου και αν κοιτάξεις και ο αίσωπος οδεύει αιματοββαμένος προς μια πύλη. Στο όραμα του ή πύλη είχε δύο ανθρώπους που ήθελε να συναντήσει ξανά τον οδηγούσε στο όνειρο του αλλά αυτό το όνειρο πλέον είχε διαλυθεί. Στην πραγματικότητα η πύλη οδηγούσε στην αίθουσα του θρόνου, οδηγούσε στο πρώτο βήμα για την ευκαιρία ενός νέου ονείρου.



Εισέρχεται στην αίθουσα του θρόνου και βρίσκει τον βασιλιά απροστάτευτο. Ο βασιλιάς προσπαθεί να σταθεί όρθιος, αλλά ο αίσωπος τον ρίχνει κάτω επανειλημμένα, ρίχνει το θρυλικό ξίφος του βασιλιά δίπλα του και απαιτεί να το σηκώσει, ακριβώς όπως του έκανε ο βασιλιάς στο παρελθόν! Προσπαθεί να σηκώσει το θρυλικό ξίφος αλλά δεν μπορεί. Αντικρίζει στα μάτια τον άνθρωπο που πίστευε πως θα τον έχει σκλάβο για την αιωνιότητα και ο τρόμος τον καταβάλει.


« ΣΉΚΩΣΕ ΤΟ!» Φωνάζει για μια τελευταία φορά ο αίσωπος και ύστερα κόβει το λαρύγγι του βασιλιά!


Το αίμα κυλούσε ασταμάτητα απο τα πτώματα σε ένα κατεστραμμένο βασίλειο όπου το είχαν τυλίξει οι φλόγες. Ο αίσωπος ξεφεύγει από τον όλεθρο και στέκεται σε έναν λόφο μαζί με όσους επέζησαν και αντικρίζουν το αποδεκατισμένο βασίλειο. Όλοι βρίσκονται στο πλευρό του. Αυτός ήταν ο σωτήρας τους. Οι άνθρωποι που σκλαβώθηκαν για χρόνια ήταν πλέον ελεύθεροι και μπορούσαν να ζήσουν αληθινά. Πλέον είχε έρθει η ώρα για μία νέα ζωή.



« Αυτήν την μέρα όλοι μας το βλέπουμε καθαρά, όλοι έχουμε έρθει στην ζωή, αφήνουμε στο παρελθόν ένα σκληρό μέρος και τα διαλυμένα μας όνειρα. Αυτήν την μέρα έχουμε την ευκαιρία για νέα όνειρα και την ευκαιρία να νιώσουμε ξανά ζωντανοί!» Αυτά ήταν τα λόγια του αίσωπου!


Ο Θεός ήταν στο πλευρό τους, πότε δεν τους εγκατέλειψε και επιτέλους τους έδωσε την ευκαιρία που επιθυμούσαν. Δεν ήταν ποτέ μόνοι τους. Αυτό ήταν το τέλος μιας ιστορίας και η αρχή μιας νέας. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η παραφροσύνη της αγάπης

ΤΕΡΑΤΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Χαμένες ψυχές